« […] Καθώς οδεύουμε με ξεναγεί ο Μπαρμπα-Κώστας. Έχει όρεξη για κουβέντα σήμερα. Μου λέγει τα ονόματα απ’ τα χωριά και διάφορες ιστορίες για το καθένα.
Σε κάποια στιγμή, με ύφος τούτη τη φορά, μου δείχνει στ’ αριστερά ένα χωριό και προφέρει εκφραστικά αλλά σιγανά. Λες και δεν επιθυμούσε να τον ακούσει άλλος. Ποιος όμως; Ερημιά γύρω μας. Μόνο γαυγίσματα από σκυλιά και γκαρίσματα από γαιδάρους.
-Αυτή είναι η Σέκλιζα. Κι έχει πολλούς μπολσεβίκους.
Την είχα ξανακούσει τη λέξη αυτή στο χωριό μου. Κι άλλοι χωριανοί την πετούσανε για τους απείθαρχους, τους σκανδαλιάρηδες, τους άτακτους και τους «αλήτες». Μ’ έπαιρνε φυσικά και μένα η μπόρα.
-Αμάν, είπα μέσα μου, τι διαβολοχώρι είναι αυτό;
Η πρώτη μου εντύπωση από τη Σέκλιζα είναι κάτι παραπάνω από κακή. Κι ανυπομονώ να περάσουμε για να μη βρούμε κανένα μπελά.
Στη Καρδίτσα σχεδόν καθημερινά πηγαίνω στο Χάνι του Καφρίτσα. Έχει πίσω αυλή για τα ζώα. Δωμάτια για ύπνο αν δεν απατώμαι και μαγειριό. Βρισκόταν στην τότε οδό Στρατώνων, που η προέκτασή της έφτανε ως τη Σέκλιζα. […]
Μια ωραία μέρα λοιπόν που βρισκόμουν έξω απ’ το Χάνι, βλέπω έναν άντρα καβάλα σ’ ένα μεγαλόσωμο με γιγάντιες θα ‘λεγα διαστάσεις γαϊδούρι. Και μερικοί Καρδιτσιώτες – μαγαζάτορες και περαστικοί – άρχισαν να πειράζουν τον καβαλάρη. Θυμάμαι και τα’ όνομά του. Μάνταλο τον ελέγανε. Τον φώναζαν και Κουτσιαλά. Ο Κουτσιαλάς με το κυπρέικο γαϊδούρι. Κι ήταν Σεκλιζιώτης. Το κατάλαβα απ’ τα σχόλια και τα χωρατά, που έκαναν τα πειραχτήρια. Φαίνεται πως επρόκειτο για τύπο, εξαιτίας του αναστήματος του γαϊδουριού του.
Ανάμεσα στο κουβεντολόι που στήσαν οι αργόσχολοι πιάνω και μερικές καλές κουβέντες για τη Σέκλιζα. Κι αυτό με «προβληματίζει» ας το πούμε έτσι.
Στην πρώτη όμως Γυμνασίου έτυχε να’ μαι στην ίδια τάξη μ’ ένα καλό παιδί απ’ τη Σέκλιζα. Κουβέντα-κουβέντα μαθαίνω πολλά. Πήρα, ασυνείδητα φυσικά, πολλές πληροφορίες και η εντύπωση η πρώτη, άλλαξε ολότελα, άρδην θα’ λεγα για να’ μαι πιο εκφραστικός.
Κάποιο πρωινό πάνω στη βόλτα, που κάναμε στο διάλειμμα, μου προτείνει να πάμε στο χωριό μετά τα μαθήματα. Ήταν Σάββατο. Συμφωνώ κι ύστερα από συνεννόηση με τη μητέρα μου ξεκινάμε. Μόλις πλησιάσαμε στο ανάχωμα, λίγο έξω απ’ την Καρδίτσα, μας φτάνει ένας Σεκλιζιώτης με τη σούστα του.
-Για πού παιδιά μας λέγει;
-Στο χωριό πάμε, του απαντάμε.
-Ανεβάτε.
Μ’ ένα σάλτο βρισκόμαστε πάνω στη σούστα και καθόμαστε σε κάτι τσουβάλια. Χαρά Θεού τούτη τη μέρα.
Με τον καροτσέρη, Γιώργος το ‘νομά του, είπαμε πολλά στο δρόμο. Ήταν θυμωμένος γιατί του αρνήθηκε η Αγροτική Τράπεζα κάποιο δάνειο που ζητούσε.
-Βρε τους θεομπαίχτες, έλεγε και ξανάλεγε, μόνο να παίρνουν είναι. Να μας ληστεύουν και να μην μας αφένουν να σηκώσουμε κεφάλι.
Χωρίς να καταλάβουμε κοντεύουμε να φτάσουμε στο χωριό. Ευχαριστήσαμε τον κυρ-Γιώργο και κατεβήκαμε. Προχωράμε πεζοί. Κοντοζυγώναμε στα πρώτα σπίτια, όταν βλέπουμε να’ ρχεται προς τη δική μας κατεύθυνση μια κοπελιά. Τη γνώρισε ο φίλος μου αμέσως μόλις την πρόσεξε.
-Ξαδέρφη μου είναι μου λέγει και χαμογελάει.[…]
Κι απ’ ‘όσο θυμάμαι μιλούσε θαρρετά. Με το γνωστό σεκλιζιώτικο ύφος. Που δε μοιάζει ούτε με το καραγκούνικο, ούτε με το βουνίσιο.[…]
Μπαίνουμε στο χωριό. Μικρά αλλά ωραία για την εποχή εκείνη τα σπιτάκια. Αγροτικά νοικοκυριά. Με κήπους και αυλές τα περισσότερα. Σε πολλά οι βεραντούλες , καμιά σχέση με τις σημερινές, είχαν και λουλούδια. Πλάι βέβαια τα κρεμασμένα σκόρδα και κρεμμύδια. Ολόκληρες αρμαθιές. Καματερά πολλά. Άλογα και γαϊδούρια. Αγελάδες και πρόβατα. Και από σκυλιά, δόξα το Θεό, μπόλικα. Οι άγρυπνοι φύλακες.
Πηγαίνουμε κατευθείαν στο σπίτι του νεαρού. Η Μάνα του μόνη της. Ο πατέρας έλειπε στα πρόβατα. Η αδελφή, μεγαλύτερη απ’ ό,τι άκουσα, είχε πάει επίσκεψη σε κάποια φιλενάδα της.
Αφθορεί και παραχρήμα η Μάνα μας στρώνει τραπέζι. Λες και διαισθάνθηκε, πως εγώ τουλάχιστον πεθαίνω απ’ την πείνα. Απ’ εν πιάτο, πιατάρα καλύτερα, καβουρμά με αυγά τηγανιτά. Μπόλικο τυρί και ψωμί σταρένιο, ψημένο στη γάστρα. Λουκούμι μου φάνηκε. Την τυλώσαμε καλά. Και κάτι που δεν το περιμέναμε, ήταν ένα χειμωνιάτικο πεπόνι.
Μετά από λίγη ώρα βγαίνουμε στην πλατεία του χωριού, που βρίσκεται στο κέντρο. Γύρω-γύρω καφενέδες και μαγαζάκια. Είναι η ώρα που μαζευόταν ο κόσμος και καθόταν, άλλοι γύρω από τραπεζάκια, κυρίως σιδερένια στρογγυλά. Κι άλλοι σε κάτι ξύλινους καναπέδες.
Παρέες-παρέες ο κόσμος συζητάει τα προβλήματα του χωριού. Τα φαρμάκια της ζωής τους, που δεν είναι λίγα. Πολύς σαματάς γίνεται για τα χρέη τους, που τους έχουν γίνει εφιάλτης. Κάθε λίγο οι δικαστικοί κλητήρες φτάνουν για κατασχέσεις. Πόσοι έχουν θρηνήσει τη μοναδική γελάδα τους, που τους έδινε το γάλα για τα παιδιά και για όλη τη φαμίλια, αν τύχαινε να’ ναι γαλάρα.
Εντύπωση μου κάνουν και οι πολιτικές συζητήσεις. Τέτοιες ούτε καν μπορούσα να φανταστώ στο χωριό μου. Ακόμα και στην Καρδίτσα τόσο ανοιχτά δεν άκουγα.
Μιλάν για συλλαλητήρια. Για κόμματα. Κάτι για εξορίες αναφέρουν. Κάποιος μάλιστα, που καθόταν λίγο πιο πέρα από εμάς με παρέα, σηκώνεται όρθιος, αναψοκοκκίνισε και κουνώντας τα χέρια τους φώναξε με πάθος.
-Είναι λάθος να δεχόμαστε την αδικία και τη ληστεία, που μας κάνουν οι τράπεζες και οι τοκογλύφοι, μοιρολατρικά.
-Αυτός είναι κομμουνιστής, μου ψιθυρίζει στ’ αυτί ο φίλος μου. Τι κρίμα που εν θυμάμαι το ‘νομα του. Να ζει άραγε; Ποιος ξέρει;
-Κατάλαβα, είπα μέσα μου,«μπολσεβίκος» θα ‘ναι και μπροστά μου βγήκε ο Καζούκης.
Ξεθαρρεύει ο φίλος μου κι αρχίζει να μονολογάει πολλά για το χωριό του. Εκεί σε κείνο το τραπεζάκι ακούω πρώτη φορά το ‘νομα του Βασίλη Παπαλέξη. Τρέφουν μεγάλο σεβασμό για το σεμνό, το μικρόσωμο αυτό ανθρωπάκο, που σε λίγο καταφθάνει κι αυτός στη πλατεία. Έρχεται με πολύ σιγανό βηματισμό. Σκυφτός. Με κάποια ένδειξη χαμόγελου στο αδύνατο πρόσωπό του.
-Έλα Βασίλη να μας πεις κι εσύ τη γνώμη σου, λέει κάποιος απ’ την ομήγυρη.
Δεν μπορώ να φέρω στο μυαλό μου για ποιο ακριβώς θέμα του ζητούσαν να εκφράσει την άποψή του. Εκείνο όμως που χαράχτηκε ανεξίτηλα στη μνήμη μου είναι πως, όταν μιλούσε, επικρατούσε σιγή. Νέκρα που λέμε. Κάτι που δεν συνέβαινε όταν άλλοι κάναν τη δική τους κρίση.
Αργότερα[…] μαθαίνω ότι ο Βασίλης Παπαλέξης ήταν υποψήφιος του Παλλαϊκού Μετώπου στις εκλογές του 1936. […]Κομμουνιστής έγινε μάλλον στη δεκαετία του ’20.
[…] Ακόμα και στη μεταξική δικτατορία η Σέκλιζα δεν σκύβει το κεφάλι. Δε γονατίζει. Στέκεται σε θέση μάχης. Αγωνίζεται. Δεν φόβισαν τους Σεκλιζιώτες οι εξορίες και τα ρετσινόλαδα του Μεταξά και του Μανιαδάκη. […] »
Απόσπασμα από το βιβλίο του Αλέκου Καρυά, Ταξίδι στο χρόνο - κατοχή και εμφύλιος, Αθήνα 1990
Σε κάποια στιγμή, με ύφος τούτη τη φορά, μου δείχνει στ’ αριστερά ένα χωριό και προφέρει εκφραστικά αλλά σιγανά. Λες και δεν επιθυμούσε να τον ακούσει άλλος. Ποιος όμως; Ερημιά γύρω μας. Μόνο γαυγίσματα από σκυλιά και γκαρίσματα από γαιδάρους.
-Αυτή είναι η Σέκλιζα. Κι έχει πολλούς μπολσεβίκους.
Την είχα ξανακούσει τη λέξη αυτή στο χωριό μου. Κι άλλοι χωριανοί την πετούσανε για τους απείθαρχους, τους σκανδαλιάρηδες, τους άτακτους και τους «αλήτες». Μ’ έπαιρνε φυσικά και μένα η μπόρα.
-Αμάν, είπα μέσα μου, τι διαβολοχώρι είναι αυτό;
Η πρώτη μου εντύπωση από τη Σέκλιζα είναι κάτι παραπάνω από κακή. Κι ανυπομονώ να περάσουμε για να μη βρούμε κανένα μπελά.
Στη Καρδίτσα σχεδόν καθημερινά πηγαίνω στο Χάνι του Καφρίτσα. Έχει πίσω αυλή για τα ζώα. Δωμάτια για ύπνο αν δεν απατώμαι και μαγειριό. Βρισκόταν στην τότε οδό Στρατώνων, που η προέκτασή της έφτανε ως τη Σέκλιζα. […]
Μια ωραία μέρα λοιπόν που βρισκόμουν έξω απ’ το Χάνι, βλέπω έναν άντρα καβάλα σ’ ένα μεγαλόσωμο με γιγάντιες θα ‘λεγα διαστάσεις γαϊδούρι. Και μερικοί Καρδιτσιώτες – μαγαζάτορες και περαστικοί – άρχισαν να πειράζουν τον καβαλάρη. Θυμάμαι και τα’ όνομά του. Μάνταλο τον ελέγανε. Τον φώναζαν και Κουτσιαλά. Ο Κουτσιαλάς με το κυπρέικο γαϊδούρι. Κι ήταν Σεκλιζιώτης. Το κατάλαβα απ’ τα σχόλια και τα χωρατά, που έκαναν τα πειραχτήρια. Φαίνεται πως επρόκειτο για τύπο, εξαιτίας του αναστήματος του γαϊδουριού του.
Ανάμεσα στο κουβεντολόι που στήσαν οι αργόσχολοι πιάνω και μερικές καλές κουβέντες για τη Σέκλιζα. Κι αυτό με «προβληματίζει» ας το πούμε έτσι.
Στην πρώτη όμως Γυμνασίου έτυχε να’ μαι στην ίδια τάξη μ’ ένα καλό παιδί απ’ τη Σέκλιζα. Κουβέντα-κουβέντα μαθαίνω πολλά. Πήρα, ασυνείδητα φυσικά, πολλές πληροφορίες και η εντύπωση η πρώτη, άλλαξε ολότελα, άρδην θα’ λεγα για να’ μαι πιο εκφραστικός.
Κάποιο πρωινό πάνω στη βόλτα, που κάναμε στο διάλειμμα, μου προτείνει να πάμε στο χωριό μετά τα μαθήματα. Ήταν Σάββατο. Συμφωνώ κι ύστερα από συνεννόηση με τη μητέρα μου ξεκινάμε. Μόλις πλησιάσαμε στο ανάχωμα, λίγο έξω απ’ την Καρδίτσα, μας φτάνει ένας Σεκλιζιώτης με τη σούστα του.
-Για πού παιδιά μας λέγει;
-Στο χωριό πάμε, του απαντάμε.
-Ανεβάτε.
Μ’ ένα σάλτο βρισκόμαστε πάνω στη σούστα και καθόμαστε σε κάτι τσουβάλια. Χαρά Θεού τούτη τη μέρα.
Με τον καροτσέρη, Γιώργος το ‘νομά του, είπαμε πολλά στο δρόμο. Ήταν θυμωμένος γιατί του αρνήθηκε η Αγροτική Τράπεζα κάποιο δάνειο που ζητούσε.
-Βρε τους θεομπαίχτες, έλεγε και ξανάλεγε, μόνο να παίρνουν είναι. Να μας ληστεύουν και να μην μας αφένουν να σηκώσουμε κεφάλι.
Χωρίς να καταλάβουμε κοντεύουμε να φτάσουμε στο χωριό. Ευχαριστήσαμε τον κυρ-Γιώργο και κατεβήκαμε. Προχωράμε πεζοί. Κοντοζυγώναμε στα πρώτα σπίτια, όταν βλέπουμε να’ ρχεται προς τη δική μας κατεύθυνση μια κοπελιά. Τη γνώρισε ο φίλος μου αμέσως μόλις την πρόσεξε.
-Ξαδέρφη μου είναι μου λέγει και χαμογελάει.[…]
Κι απ’ ‘όσο θυμάμαι μιλούσε θαρρετά. Με το γνωστό σεκλιζιώτικο ύφος. Που δε μοιάζει ούτε με το καραγκούνικο, ούτε με το βουνίσιο.[…]
Μπαίνουμε στο χωριό. Μικρά αλλά ωραία για την εποχή εκείνη τα σπιτάκια. Αγροτικά νοικοκυριά. Με κήπους και αυλές τα περισσότερα. Σε πολλά οι βεραντούλες , καμιά σχέση με τις σημερινές, είχαν και λουλούδια. Πλάι βέβαια τα κρεμασμένα σκόρδα και κρεμμύδια. Ολόκληρες αρμαθιές. Καματερά πολλά. Άλογα και γαϊδούρια. Αγελάδες και πρόβατα. Και από σκυλιά, δόξα το Θεό, μπόλικα. Οι άγρυπνοι φύλακες.
Πηγαίνουμε κατευθείαν στο σπίτι του νεαρού. Η Μάνα του μόνη της. Ο πατέρας έλειπε στα πρόβατα. Η αδελφή, μεγαλύτερη απ’ ό,τι άκουσα, είχε πάει επίσκεψη σε κάποια φιλενάδα της.
Αφθορεί και παραχρήμα η Μάνα μας στρώνει τραπέζι. Λες και διαισθάνθηκε, πως εγώ τουλάχιστον πεθαίνω απ’ την πείνα. Απ’ εν πιάτο, πιατάρα καλύτερα, καβουρμά με αυγά τηγανιτά. Μπόλικο τυρί και ψωμί σταρένιο, ψημένο στη γάστρα. Λουκούμι μου φάνηκε. Την τυλώσαμε καλά. Και κάτι που δεν το περιμέναμε, ήταν ένα χειμωνιάτικο πεπόνι.
Μετά από λίγη ώρα βγαίνουμε στην πλατεία του χωριού, που βρίσκεται στο κέντρο. Γύρω-γύρω καφενέδες και μαγαζάκια. Είναι η ώρα που μαζευόταν ο κόσμος και καθόταν, άλλοι γύρω από τραπεζάκια, κυρίως σιδερένια στρογγυλά. Κι άλλοι σε κάτι ξύλινους καναπέδες.
Παρέες-παρέες ο κόσμος συζητάει τα προβλήματα του χωριού. Τα φαρμάκια της ζωής τους, που δεν είναι λίγα. Πολύς σαματάς γίνεται για τα χρέη τους, που τους έχουν γίνει εφιάλτης. Κάθε λίγο οι δικαστικοί κλητήρες φτάνουν για κατασχέσεις. Πόσοι έχουν θρηνήσει τη μοναδική γελάδα τους, που τους έδινε το γάλα για τα παιδιά και για όλη τη φαμίλια, αν τύχαινε να’ ναι γαλάρα.
Εντύπωση μου κάνουν και οι πολιτικές συζητήσεις. Τέτοιες ούτε καν μπορούσα να φανταστώ στο χωριό μου. Ακόμα και στην Καρδίτσα τόσο ανοιχτά δεν άκουγα.
Μιλάν για συλλαλητήρια. Για κόμματα. Κάτι για εξορίες αναφέρουν. Κάποιος μάλιστα, που καθόταν λίγο πιο πέρα από εμάς με παρέα, σηκώνεται όρθιος, αναψοκοκκίνισε και κουνώντας τα χέρια τους φώναξε με πάθος.
-Είναι λάθος να δεχόμαστε την αδικία και τη ληστεία, που μας κάνουν οι τράπεζες και οι τοκογλύφοι, μοιρολατρικά.
-Αυτός είναι κομμουνιστής, μου ψιθυρίζει στ’ αυτί ο φίλος μου. Τι κρίμα που εν θυμάμαι το ‘νομα του. Να ζει άραγε; Ποιος ξέρει;
-Κατάλαβα, είπα μέσα μου,«μπολσεβίκος» θα ‘ναι και μπροστά μου βγήκε ο Καζούκης.
Ξεθαρρεύει ο φίλος μου κι αρχίζει να μονολογάει πολλά για το χωριό του. Εκεί σε κείνο το τραπεζάκι ακούω πρώτη φορά το ‘νομα του Βασίλη Παπαλέξη. Τρέφουν μεγάλο σεβασμό για το σεμνό, το μικρόσωμο αυτό ανθρωπάκο, που σε λίγο καταφθάνει κι αυτός στη πλατεία. Έρχεται με πολύ σιγανό βηματισμό. Σκυφτός. Με κάποια ένδειξη χαμόγελου στο αδύνατο πρόσωπό του.
-Έλα Βασίλη να μας πεις κι εσύ τη γνώμη σου, λέει κάποιος απ’ την ομήγυρη.
Δεν μπορώ να φέρω στο μυαλό μου για ποιο ακριβώς θέμα του ζητούσαν να εκφράσει την άποψή του. Εκείνο όμως που χαράχτηκε ανεξίτηλα στη μνήμη μου είναι πως, όταν μιλούσε, επικρατούσε σιγή. Νέκρα που λέμε. Κάτι που δεν συνέβαινε όταν άλλοι κάναν τη δική τους κρίση.
Αργότερα[…] μαθαίνω ότι ο Βασίλης Παπαλέξης ήταν υποψήφιος του Παλλαϊκού Μετώπου στις εκλογές του 1936. […]Κομμουνιστής έγινε μάλλον στη δεκαετία του ’20.
[…] Ακόμα και στη μεταξική δικτατορία η Σέκλιζα δεν σκύβει το κεφάλι. Δε γονατίζει. Στέκεται σε θέση μάχης. Αγωνίζεται. Δεν φόβισαν τους Σεκλιζιώτες οι εξορίες και τα ρετσινόλαδα του Μεταξά και του Μανιαδάκη. […] »
Απόσπασμα από το βιβλίο του Αλέκου Καρυά, Ταξίδι στο χρόνο - κατοχή και εμφύλιος, Αθήνα 1990
3 σχόλια:
kalo!
περασμένα μεγαλεία...
Το παρελθόν διδάσκει...αρκεί να μάθουμε να διαβάζουμε...
Δημοσίευση σχολίου