Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2012

Οι Μοιραίοι...Σκλάβοι Πολιορκημένοι...δεν ακούνε τη Φωνή της Καμπάνας...

           Οι Μοιραίοι

Mες την υπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισές
(απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα)
όλ' η παρέα πίναμ' εψές·
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.


Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο

και κάπου εφτυούσε καταγής.
Ω! πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής!
Όσο κι ο νους να τυραννιέται,
άσπρην ημέρα δε θυμιέται.

Ήλιε και θάλασσα γαλάζα

και βάθος τ' άσωτ' ουρανού!
Ω! της αβγής κροκάτη γάζα,
γαρούφαλα του δειλινού,
λάμπετε, σβήνετε μακριά μας,
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!

Tου ενού ο πατέρας χρόνια δέκα

παράλυτος, ίδιο στοιχειό·
τ' άλλου κοντόημερ' η γυναίκα
στο σπίτι λυώνει από χτικιό·
στο Παλαμήδι ο γιος του Mάζη
κ' η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι.

― Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!

― Φταίει ο Θεός που μας μισεί!
― Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
― Φταίει πρώτ' απ' όλα το κρασί!
Ποιος φταίει; ποιος φταίει; Kανένα στόμα
δεν τό βρε και δεν τό πε ακόμα.

Έτσι στη σκότεινη ταβέρνα

πίνουμε πάντα μας σκυφτοί.
Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα
όπου μας έβρει μας πατεί.
Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!


                                         Κ. Βάρναλης



Η Φωνή της Καμπάνας

Μες το δροσάνεμο
που αναγαλλιάζω
κι ο νους χανότανε
σε χάος γαλάζιο
ψηλά ας μ’ αφήνατε
να ξεχαστώ
φωτοπερίχυτη,
στόμα κλειστό.

Ποιο χέρι απλώθηκε
να με σπαράξει
απ’ το χρυσόνειρο
στην άγια πράξη!
Ο πρώτος ήχος μου
πρώτη πληγή.
Με τραβάς, αίμα μου
ξανά στη Γη.

Ω! σεις χαμόσυρτα
λέρα σκουλήκια,
η άλαμπη ζήση σας
ζήση ναι δίκια!
Μια τρύπα ο κόσμος σας
και μέσα κει
ο Χάρος λύτρωση
κι ώρα γλυκή.

Δεν είναι κέντρισμα
να σας κουνήσει,
κορμιά, που η άλυσσο
τα ’χει τσακίσει!
Σκέψη, ποιος άνεμος
θέ ν’ αξιωθεί
να σ’ ανατάραζε,
σκότος βαθή;

Πίσου απ’ τα λόγια μου
πικρά φαρμάκι,
τι κόσμοι απέραντοι
βυθοί λουλάκι!
Μάτι δε βρίσκεται
να θαμπωθεί
κι αφτί δε βρίσκεται
να λιγωθεί;

Να ταν να ξήλωνεν
απ’ την καρδιά μου
Μοίρα καλόβουλη
τ’ άγρια καρφιά μου
και να με σήκωνε
μ’ άξιο φτερό
σκέψη που μέστωσε
με τον καιρό.

Πάνω από θάλασσες
πάνω από χώρες
με τον καλόκαιρο
και με τις μπόρες
να με κατέβαζεν αγαλινά
όπου τ’ ανθρώπινο
πλήθος πονά.

Σε μίνες φόνισσες
μπουχές καζέρνες,
λιμάνια ολόκαπνα,
βοερές ταβέρνες,
σπιτάλια σκοτεινά
και φυλακές,
μπορντέλ’ ακάθαρτα
και προσευκές.

Στα στήθια να μπαινα
σαν την ανέσα,
σφυγμός βαθύρριζος
στις φλέβες μέσα
στο νου σαν άστραμα
και στην ψυχή,
ν’ αχούσ’ αδιάκοπα
τη διδαχή:

«Όλα τελειώνουνε
κι όλα περνάνε!
Ιδέες βασίλισσες
κακογερνάνε.
Στις νέες ανάγκες σου
(κόπος βαρής!)
σκοπούς αλάθεφτους
κοίτα να βρεις.
»

«Αν είν’ η σκέψη σου
πριν από σένα,
δεν είναι απόκομμα
θεού και γέννα.
Τη σκλάβα σκέψη σου, σκλάβα δετή
σου τηνε πλάσανε
οι Δυνατοί.
»

«Φτωχέ, σου μάραναν
κόποι και πόνοι
τη θέληση άβουλη
πιωμένη αφιόνι!
Αν είναι ο λάκκος σου
πολύ βαθής,
χρέος με τα χέρια σου
να σηκωθείς
»!

«Τ’ άσκημα χέρια σου,
των όλω αιτία,
βαστάνε μάργελη
την πολιτεία!
Βγαίνει απ’ τα χέρια σου
κάθε αγαθό
του ωραίου περίθετο
το χρυσανθό.»

Σφίξε τα χέρια σου,
για Σένα κράτει
τ’ άμοιαστον έργο σου,
την Πλάση ακράτη
κι όλο ανεβαίνοντας
προς τη Χαρά
μέσα σου θά ναβεν
άστρων σπορά.»

Κι όπου σε σφάζουνε
δεμένον πίσου,
να βρόνταα άξαφνα
σεισμός αβύσσου,
χίλι’ αστροπέλεκα:
«Δεν είναι μπρος!
Κρύβεται πίσω σου
χρόνια ο οχτρός»!



"
Μετά το τέλος του μονολόγου της Καμπάνας στους Σκλάβους Πολιορκημένους, ο ποιητής, χωρίς αυταπάτες, προοιωνίζεται τις τύχες του έργου του σχολιάζοντας: Κανένας δεν κατάλαβε τι έλεγε η Καμπάνα. Γιατί καθένας άκουγε τη δική του σκέψη."
                                                                
                                                                                          (Σκλάβοι Πολιορκημένοι, Απόσπασμα)
                                                                                                                                      Κ. Βάρναλης

Δεν υπάρχουν σχόλια: