- Η πολιτεία με τις επεμβάσεις της πέτυχε να μην του απονεμηθεί το
βραβείο Νόμπελ στο οποίο ήταν ο επικρατέστερος υποψήφιος (Τρεις φορές προτάθηκε ο Καζαντζάκης για το Βραβείο
Νόμπελ. Την πρώτη απ' την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, που τον είχε Πρόεδρο, έχοντας συνυποψήφιό του τον Άγγελο
Σικελιανό. Επίσης, δυο φορές
προτάθηκε, το 1952 και 1953, απ' τη Νορβηγική Εταιρεία Λογοτεχνών, ποτέ, όμως,
απ' την Ακαδημία της Αθήνας).
-Από την πλευρά της Εκκλησίας δέχθηκε
σκληρές επιθέσεις κυρίως για την «Ασκητική», τον «Τελευταίο Πειρασμό», το
«Χριστός Ξανασταυρώνεται» και τον «Καπετάν Μιχάλη». Απειλήθηκε με αφορισμό, οι
πιστοί κλήθηκαν να μη διαβάζουν τα βιβλία του.
-Με φτηνές δικαιολογίες δεν επέτρεψαν μετά
το θάνατό του να τοποθετηθεί η σορός του σε ναό της Αθήνας για λαϊκό προσκύνημα
(ο Αρχιεπίσκοπος Θεόκλητος φοβόταν πως θα γίνει στόχος των συντηρητικών
εφημερίδων και των εκκλησιαστικών οργανώσεων).
-Σκληρή επίθεση και από το Βατικανό. Το
βιβλίο «Τελευταίος Πειρασμός» περιλήφθηκε στον κατάλογο των απαγορευμένων
βιβλίων (Index Librorum Prohibitorum)
από τον Πάπα Πίο ΙΒ’. Ο Καζαντζάκης θα απαντήσει στην επιτροπή με τη φράση του χριστιανού απολογητή Τερτυλλιανού, «Ad tuum, Domine, tribunal apello», δηλαδή «στο
Δικαστήριό σου, Κύριε, κάνω έφεση».
Για την επίθεση που δέχθηκε ο Καζαντζάκης από
το πολιτικό και θρησκευτικό κατεστημένο της μετεμφυλιακής εποχής, οι συγγραφείς
Τάσος Βουρνάς και Κούλα Ξηραδάκη σημειώνουν στον τόμο, τον αφιερωμένο στο
μεγάλο Κρητικό συγγραφέα, της σειράς «Οι μεγάλοι Έλληνες αμφισβητίες» (εκδόσεις
«Κ. Μπούζας», Αθήνα): «Πρέπει εξαρχής να παρατηρήσουμε ότι η επίθεση που
δέχτηκε για το έργο του και τις ιδέες του από τη Δεξιά και τους εκκλησιαστικούς
κύκλους του κατεστημένου ήταν δυσανάλογη με τα πολιτικά ή κοινωνικά μηνύματα
που θέρμανε στις σελίδες του. Στο χώρο των νεοελληνικών γραμμάτων υπήρξαν
συγγραφείς και στοχαστές με συγκεκριμένη επαναστατική δράση που δέχτηκαν
λιγότερα ιδεολογικά πυρά και οι αντίπαλοί τους περιορίστηκαν στην απομόνωσή
τους, όταν δεν τους υπέβαλαν στη δοκιμασία του προσωπικού διωγμού με τον
αστυνομικό μηχανισμό.
Τι ήταν εκείνο που υποκίνησε τη λυσσαλέα
επίθεση του κατεστημένου κατά του Καζαντζάκη; Χωρίς άλλο η τεράστια διεθνής του
αναγνώριση. Το γεγονός ότι σα συγγραφέας και στοχαζόμενος άνθρωπος ανήκε στην
αντίπερα όχθη δεν του το συγχώρησαν. Και μην μπορώντας να του επισείσουν τον
κόκκινο μανδύα του κομμουνισμού, βρήκαν βολική την πανάρχαια λύση του άθεου.
Απελπιστικά καθυστερημένο σε μεθόδους, το παπαδαριό ανέσυρε τα σκουριασμένα
όπλα, τα ίδια που μεταχειρίστηκε εκατό χρόνια πριν κατά του Εμ. Ροΐδη ή του
Θεόφιλου Καΐρη. Και μ’ αυτά σημάδεψε τον Καζαντζάκη, μέσα σε μια τρομοκρατημένη
μετεμφυλιοπολεμική Ελλάδα, διαγουμισμένη από τις σκοτεινές δυνάμεις ενός
εφιαλτικού κλίματος».
Η «Ασκητική» ήταν το πρώτο βιβλίο για το
οποίο κινδύνεψε ο συγγραφέας να καθίσει στο εδώλιο «επί χλευασμώ της θρησκείας»
το 1930. Η «άθεη παλιοφυλλάδα» δημοσιεύθηκε το 1927 στο περιοδικό «Αναγέννηση»
του Δημήτρη Γληνού. Ο ανακριτής κάλεσε και τους δύο, το συγγραφέα και τον
παιδαγωγό-εκδότη, σε απολογία για τη δημοσίευση του «ασεβέστατου» βιβλίου. Και
οι δύο παραπέμφθηκαν σε δίκη στις 10 Ιουνίου 1930. Η δίκη τελικά δεν έγινε
(διαρκείς αναβολές). Όμως, επί τέσσερα χρόνια επικρεμόταν πάνω από τα κεφάλια
τους μια βαριά καταδίκη.
Ακολουθεί η ορθόδοξη Αρχιεπισκοπή της
Αμερικής που καταδικάζει το περιεχόμενο του βιβλίου και κοινοποιεί το σχετικό
έγγραφο στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος. Αρχίζουν και τα
δημοσιεύματα στον ελληνικό Τύπο. Στην «Εστία» (22.1.1954) δημοσιεύεται στη θέση
του κύριου άρθρου το γράμμα ενός «Κρητικού» ( ήταν ο Σπύρος Μελάς) που
διαμαρτύρεται «ως Κρητικός και ως Έλλην χριστιανός ορθόδοξος» γιατί «είχον την
τόλμην οι υμνηταί του Καζαντζάκη να χαρακτηρίσουν τον «Καπετάν Μιχάλη» σαν έργο
εθνικό και να προτείνουν να διδάσκεται εις τα σχολεία».
Στα μέσα Ιουνίου του 1954, η Ιερά Σύνοδος
σε μια μακρά συνεδρίασή της συζητεί το θέμα. Μεγάλη ομάδα μητροπολιτών πιστεύει
ότι η Εκκλησία δεν πρέπει να παρέμβει. Τελικά αποφασίζεται να μελετήσουν το
θέμα ο μητροπολίτης Κασσανδρείας Καλλίνικος και οι καθηγητές της Θεολογικής
Σχολής, Τρεμπέλας και Μπρατσιώτης, και να υποβάλουν σχετικές εκθέσεις. Στην
έκθεσή του ο μητροπολίτης Κασσανδρείας αναφέρει ότι ο Καζαντζάκης δεν μπορεί να
κατηγορηθεί για έλλειψη πίστης ( Ήταν αντίθετος
σε κάτι τέτοιο ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας. Η Εκκλησία της Ελλάδας είναι αυτοκέφαλη και υπάγεται
στο Οικουμενικό Πατριαρχείο μόνο δογματικά. Επομένως, για τις οποιεσδήποτε
ποινές που θα επιβάλλει δε χρειάζεται την έγκριση του Πατριαρχείου.), αλλά
προσθέτει ότι δεν είναι ορθό να κυκλοφορήσει ο «Τελευταίος Πειρασμός» γιατί οι
αναγνώστες δεν θα μπορέσουν να συλλάβουν το συμβολικό χαρακτήρα του έργου και
θα περιοριστούν σε επί μέρους «ανευλαβείς εκφράσεις». Έτσι, ο Καζαντζάκης
γλίτωσε τον αφορισμό. Η Εκκλησία περιορίστηκε να καταδικάσει τα βιβλία, να
καλέσει τους πιστούς να μην τα διαβάσουν και να ζητήσει εμμέσως από την
πολιτεία να τα απαγορεύσει. Κι ακόμη παρέπεμψε ουσιαστικά το θέμα στην Εκκλησία
της Κρήτης που υπάγεται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Η απόφαση της Συνόδου προκάλεσε μεγάλες
αντιδράσεις. Το θέμα συζητήθηκε και στη Βουλή με τους βουλευτές των κομμάτων
του Κέντρου (Μητσοτάκης, Ζορμπάς, Παπασπύρου κ.ά.) να ασκούν δριμύτατη κριτική.
Όσο για τον ίδιο τον Καζαντζάκη, απάντησε με τη φράση: «Με καταραστήκατε άγιοι
πατέρες, εγώ σας δίνω την ευχή μου. Εύχομαι η συνείδησή σας να είναι τόσο
καθαρή όσο η δική μου και να είστε τόσο ηθικοί και θρησκευόμενοι όσο είμαι
εγώ».
Από το 1948 ο Καζαντζάκης έπασχε από
λευχαιμία και έκανε τη σχετική θεραπεία. Στις αρχές του 1957 προγραμμάτιζε ένα
ταξίδι στην Κίνα και την Ιαπωνία. Οι γιατροί του προσπάθησαν να τον αποτρέψουν.
Όμως αυτός επέμενε να ταξιδέψει. Πριν ξεκινήσει έκανε εμβόλιο δαμαλίτιδας που
του δημιούργησε περιπλοκές. Μετά την επιστροφή του νοσηλεύτηκε σε νοσοκομείο
στη Στοκχόλμη και στη συνέχεια σε κλινική στο Φράιμπουργκ. Εκεί άφησε την
τελευταία του πνοή στις 26 Οκτωβρίου 1957.
Η σορός
του μεταφέρθηκε στην Ελλάδα με τρένο. Η Αρχιεπισκοπή των Αθηνών αρνήθηκε με
ανόητες δικαιολογίες να τεθεί η σωρός του σε λαϊκό προσκύνημα. Αλλά και στο
Ηράκλειο ο επίσκοπος Ευγένιος Ψαλλιδάκις προτίμησε την απουσία. Μόνο όταν έγινε
γνωστό πως ήρθε ο υπουργός Παιδείας, ο αληθινά πνευματικά πολιτισμένος
Γεροκωστόπουλος (όπως είχε χαρακτηριστεί από φρονούντες και αντιφρονούντες),
τότε μόνο δέχτηκε να ιερουργήσει. Αλλά και πάλι παρ’ όλες τις τιμές και το
πάνδημο κρητικό προσκύνημα, ο επίσκοπος Ευγένιος ούτε τη συγχωρετική ευχή έψαλε,
ούτε ακολούθησε ο ίδιος τη νεκρική πομπή.
Όμως,
δεν ήταν μόνο η Εκκλησία. Το Πανεπιστήμιο και η Ακαδημία Αθηνών έλαμψαν με την
απουσία τους κι αποκάλυψαν έτσι για μια ακόμη φορά πως έχει νεκρωθεί μέσα τους
κάθε ελεύθερη σκέψη. Ο Παύλος Παλαιολόγος, αν και αντίπαλος του Καζαντζάκη, με
άρθρο του στο «ΒΗΜΑ» (31/10/57) σχολίασε τη στάση της Ακαδημίας: «Κηδεύει η
Ελλάδα τον συγγραφέα της. Με δημόσια δαπάνη τελείται η κηδεία. Ένας μόνος μένει
ψυχρός θεατής της εκφοράς. Εκείνος που έπρεπε να φέρη το πένθος: η Ακαδημία.
Χωρίς τη μεσίστιό του το πρώτο πνευματικό ίδρυμα της χώρας. Χωρίς τον τίτλο
«της Ακαδημίας Αθηνών» ο νεκρός. Θα υπάρχουν ακαδημαϊκοί που κρύβουν το πρόσωπο
από ντροπή στη σκέψη ότι «αθάνατοι» χωρίς επομένη αυτοί, ανήκουν σε Σώμα απ’ το
οποίο απουσιάζει ο συγγραφέας, που κι αυτός βέβαια δεν θα μείνη στην
αιωνιότητα, αλλά επί τέλους αφήνει ένα έργο που θα διατηρηθή επί δύο τρεις
γενεές. Έξω από την Ακαδημία ο Καζαντζάκης, έξω ο Σικελιανός, οι δύο
επιβλητικές μορφές των Γραμμάτων χωρίς το ακαδημαϊκό έμβλημα.
Πάνω από
τους πιο μεγάλους ποιητές της Ευρώπης τοποθετείται ο Σικελιανός, ο μόνος από
τους συγχρόνους Έλληνες συγγραφείς που η φήμη του απλώθηκε στην οικουμένη ο
Καζαντζάκης. Έναν καιρό ήξεραν την Ελλάδα από τον Βενιζέλο. Τώρα έμαθαν τη
λογοτεχνία μας από τον Καζαντζάκη. Από τους συγγραφείς της εποχής που διαβάστηκαν
περισσότερο. Τον ξέρει η Αμερική, τον ξέρει η Ευρώπη. Πολλοί από τους
ακαδημαϊκούς μας ούτε στον ελληνικό χώρο είναι καλά-καλά γνωστοί. Διεθνούς
κλάσεως ο Καζαντζάκης. Μεταφρασμένος σ’ όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες. Ανάρπαστα
τα βιβλία του και σ’ αυτή την Ελλάδα, που δεν διακρίνεται για την οικειότητά
της με την ανάγνωση. Κριτικοί ολκής ασχολήθηκαν με το έργο του.Γεγονός
αποτελούσε κάθε νέα δημιουργία του. Δεκάδες οι τόμοι του. Από τους πιο
πολύγραφους συγγραφείς του καιρού μας. Του ανθρώπου αυτού τον θάνατο δεν τον
θρηνεί, σαν Σώμα, η Ακαδημία. Δεν θα του εκφωνήση αντιπρόσωπός της τον
επικήδειο ».
Όταν το φέρετρο που το συνόδευαν χιλιάδες
άνθρωποι έφθασε ψηλά στο Κάστρο και οι νεκροθάφτες ετοιμάζονταν να το
κατεβάσουν στον τάφο, ο καπετάν Μανούσακας, ο Κρητίκαρος με τις μουστάκες και
τη λεβέντικη κορμοστασιά άρπαξε την κάσα και μόνος του τοποθέτησε το νεκρό μέσα
στο μνήμα, «Τουτουσές τα’ ανθρώπους δεν τσοι θάβουνε νεκροθάφτες.»
Πάνω
στο τάφο του Καζαντζάκη χαράχτηκε η φράση
Δε φοβάμαι
τίποτα
Δεν ελπίζω τίποτα
Είμαι λέφτερος
Πηγές:
Παρασκευή+13
Ηimaira.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου