Τρίτη 21 Αυγούστου 2012

Απαγορεύεται να πεις "μάνα"


  



  "Ήταν δεύτερη μέρα του Πάσχα. Λογικά το 1950 γιατί το χωριό επέστρεψε φθινόπωρο του ’49 από τον Παλαμά. Μια μικρή ομάδα ανταρτών, τέσσερις πέντε, κατεβήκαμε στο χωριό να πάρουμε ψωμί. Το δικό μου σπίτι ήταν καμμένο. Όλα τα κεραμίδια και τα ματέρια ήταν πεσμένα μέσα. Η φωτιά έκανε τους τοίχους τόσο σκληρούς μετά. Οι δικοί μου μένανε απέναντι στους Κοντακτσαίους. Ήταν στην άκρη  του οικοπέδου ένα δωμάτιο, νοντά το λέγαμε τότε, και ζούσαν μέσα και οι δύο οικογένειες. Σ’ ένα δωμάτιο όλοι. Πάνω από δέκα άτομα. Το πάτωμα ήταν παλαμισμένο από κοκκινόχωμα. Έξω από το δωμάτιο υπήρχε μια κορομηλιά. Δε ξέρω, αν την πρόλαβες.
   Το σπίτι είναι στην άκρη του χωριού. Όμως δίπλα έχει δύο φυλάκια των ΜΑΥδων. Το ένα εκεί που είναι το σπίτι του Μήτρου, που αρχίζουν τα πλάτανια, τα λέικα όπως τα λέγαμε τότε. Το άλλο ήταν εδώ που είναι η αποθήκη τους. Ήταν δυο μεγάλες πέτρες σαν την πόρτα και είχαν ένα πολυβόλο στημένο. Κι από πάνω το αυλάκι γεμάτο νερό τότε. Το γήπεδο δεν υπήρχε. Το μέρος ήταν γεμάτο λυγαριές και γούρνες.
    Εμείς πλησιάσαμε από κάτω από τους Παπαβασιλαίους. Ήταν μια μεγάλη λεύκα εκεί που πέφτει τώρα το νερό για το αυλάκι. Λουφάξαμε λίγο πριν φτάσουμε εκεί. Εγώ με ένα παιδί από το Βόλο έμεινα πίσω να μη δώσω στόχο και οι άλλοι θα πλησίαζαν το σπίτι να πάρουν τροφή. Θα μπαίναν μέσα, θα έδιναν γνώρο και θα τους εφοδίαζαν με ό,τι μπορούσαν για προμήθεια οι δικοί μου.
    Είχαμε ένα τσοπανόσκυλο τότε, θηρίο, σαν αρκούδα. Παρδάλη το λέγανε. Μόλις πλησιάζουν, τους παίρνει χαμπάρι και τους χύνεται. Καταλαβαίνουν και τα άλλα και αρχίζουν να γαγβίζουν. Αναγκάζονται να γυρίσουν πίσω. Κατά ένα περίεργο τρόπο οι ΜΑΥδες δεν είχαν αντιδράσει.
    Γυρνάνε πίσω. «Κωστάκη, άλλη λύση δεν υπάρχει. Πρέπει να πας εσύ, μπας και σε καταλάβει το σκυλί και σ’αφήσει να μπεις.»
   Πηγαίνω, λοίπον, από πάνω από τις λυγαριές και σέρνοντας κατεβαίνω από πάνω απ’ τα πλατάνια. Πλησιάζω στο σπίτι και τους βλέπω από το παράθυρο να κοιμούνται όλοι μαζί. Κάτω από την κορομηλιά είναι σκορπισμένη η στάχτη από το αρνί που έψησαν την προηγούμενη μέρα. Δεν υπήρχαν ψησταριές τότε. Η φωτιά στο χώμα, δυο φούρκες και το σουβλί ξύλινο.
   Έλα, όμως, που με παίρνει χαμπάρι ο Παρδάλης και χύνεται πάλι. Να είμαι στη γωνία και δωσ’ του να γαβγίζει. Βρε Παρδάλη, βρε καλέ μ’ , τίποτα. Είχα τότε όπλο ένα μαρσίπ. Ολοκαίνουριο. Λέω μια φορά να οπλίσω και να ρίξω. Σκέφτομαι πως έτσι θα ξεσηκώσω τους ΜΑΥδες. Άσε που λυπόμουν και το σκυλί. Οι δικοί μου μπορεί και να με κατάλαβαν, αλλά που τολμούσαν να βγουν έξω. Θα ήταν τελειωμένοι μετά. Αναγκάζομαι και γυρνάω πίσω. «Παιδιά, δε γίνεται με τίποτα. Πρέπει να ψάξουμε αλλού.» Και τραβήξαμε προς τα πέρα.
   Οι ΜΑΥδες και σε μένα, πάλι τίποτα. Τώρα το γιατί, δεν το ξέρω. Δυο τρεις ήταν. Θες δεν ήθελαν να χτυπήσουν, θες φοβήθηκαν εμάς, τι να πω. Μπορεί να έκαναν και χάζι με τα σκυλιά που μας ρίχνονταν.
   Και τι να έκανα; Πως αλλιώς να έμπαινα σπίτι χωρίς να δώσω στόχο; Να φώναζα «μάνα»;
   Αν σε άκουγαν, και θα χτυπούσαν να σε σκοτώσουν και η μάνα σου θα πήγαινε για τη Μακρόνησο.
   Γι’ αυτό και τότε απαγορευόταν να φωνάξεις «μάνα»..."


Αφήγηση 

Δεν υπάρχουν σχόλια: