« Η φτώχεια και ο πόλεμος φέρνουν κλεψιά. Μόνο έτσι κάποιοι
θα μπορέσουν να επιβιώσουν μέσα σ' αυτά. Εγώ τα έζησα και τα δύο. Το ίδιο
έντονα. Κι ας κράτησε η φτώχεια μου περισσότερα χρόνια. Που λες, όταν ήταν η
κατοχή, πεινάσαμε. Και στερηθήκαμε. Κάποιοι το έριξαν στην κλεψιά για να βρουν
να φάνε. Έμπαιναν στα κοτέτσια, στα μαντριά, στα κήπια.
Κι
είχαν αρχίσει να πελεκάνε και το Λαγκάδι. Όλοι έκοβαν. Είχε αρχίσει να
λιγοστεύει.Δε θα έμενε τίποτα. Μια μέρα ερχόταν από τα Μαυρονέρια ένα μεγάλο
συγκρότημα του ΕΛΑΣ. Με βήμα, με τις σάλπιγγες του. Επικεφαλής ήταν ο
Νικηταράς*. Ήταν απ' τα πρωτοπαλίκαρα του Άρη. Τότε δεν είχαμε μόνιμο κατοχικό
στρατό στο χωριό. Δε θυμάμαι γιατί. Έρχονται, που λες, και μαζεύονται εκεί που
ήταν το παλιό σχολείο. Δίπατο κτίριο, με ξύλινη βεράντα πίσω. Από μπροστά ήταν
το σήμαντρο. Βαρούσε αυτό και τρέχαμε για το δάσκαλο. Πρωί κι απόγευμα. Δυο
φορές τη μέρα. Στ' αριστέρα όπως έβλεπες, το κελί που βάφτιζαν τα μικρά και
δεξία του, εκεί δίπλα που ανεβαίνεις για την εκκλησιά ήταν το κοτρωνάκι.
Μαζεύτηκε όλο το χωριό. Άρχισε τότε όποιος χωριανός ήθελε να δίνει
υπομνήματα στους αντάρτες. Ξεχωριστό υπόμνημα έδωσε και η οργάνωση του χωριού.
Οι αντάρτες τα εξέταζαν και προσπαθούσαν να βρουν λύση. Μετά από κάμποσο ανεβαίνει
στο κοτρωνάκι ο Νικηταράς και αρχίζει να βγάνει λόγο. Έλεγε πολλά. Δε τα
θυμάμαι τώρα, τι έλεγε. Μιλούσε πάντως για τον αγώνα και τους σκοπούς του και
μας ενθάρρυνε. Καθώς τέλειωνε, γυρνάει με αυστηρό ύφος και λέει: «Και τώρα θα
σας πω για ένα υπόμνημα της οργάνωσής σας. Μας είπαν ότι πάτε και κόβετε το
Λαγκάδι και άρχιζει να ριμάζει. Έχετε ένα δασάκι που είναι στολίδι και, αντί να
το τηράτε σαν τα μάτια σας, εσείς πάτε να το ξεπατώσετε. Λοιπόν, κι αυτό είναι
απόφαση! Από δω και πέρα πιάστηκε άνθρωπος να κόβει δέντρο εκεί, του πήραμε το
κεφάλι!» Ο Νικηταράς ήταν αψής, ένα κι ένα κάνουν δυο .- Γι' αυτό κι ο Άρης
τον έλεγε: «Βρε Νικηταρά, κάτσε καλά, μη βιάζεσαι και σκιάζεις το λαό.
Πρέπει να τον πάρουμε με το καλό. Να του πούμε τι θέλουμε και να καταλάβει.» -
Κοτούσε μετά να πάει κανένας να κόψει; Δεν υπήρχε περίπτωση να μη σε δουν. Κι
έτσι, που λες, σώθηκε το Λαγκάδι και το 'χουμε τώρα.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου